ανησυχητικός

ανησυχητικός
-ή, -ό (και ανησυχαστικός)
αυτός που προκαλεί ανησυχία και αγωνία, ταραχή και φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανησυχώ. Η λ. ανησυχητικός μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς και αναφέρεται στο ουσ. «φήμαι». Η λ. ανησυχαστικός μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικολάου Κοντοπούλου ως μτφρ. του γαλλ. τ. inquietant].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανησυχητικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί ανησυχία, για τον οποίο κανείς ανησυχεί: Η κατάσταση δεν είναι τόσο ανησυχητική όσο την παρουσιάζουν μερικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επίφοβος — η, ο επίρρ. α 1. που προκαλεί το φόβο, φοβερός, επικίνδυνος, απειλητικός, ανησυχητικός. 2. (για οικοδομήματα), που διατρέχει τον κίνδυνο να καταρρεύσει, ο ετοιμόρροπος: Αυτό το μπαλκόνι είναι πολύ επίφοβο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”